επιχειρονομώ

επιχειρονομώ
ἐπιχειρονομῶ, -έω (Α)
1. κάνω χειρονομίες
2. αρπάζω κάτι
3. χειροδικώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεπιχειρονομώ — έω, Α [ἐπιχειρονομῶ] διαπράττω κάτι χρησιμοποιώντας και πάλι βία, κάνω κάτι επίσης ασκώντας βία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”